- παράφυλλο
- Έτσι ονομάζονται τα μικρά εξαρτήματα του φύλλου που βρίσκονται κοντά στο σημείο της πρόσφυσής του με τον βλαστό ή προσκολλημένα στον μίσχο του. Τα π. είναι μικρά ελάσματα διαταγμένα συμμετρικά. Ονομάζονται μισχοφυή όταν φυτρώνουν μαζί με τον μίσχο (τριανταφυλλιά, μελίανθος κ.ά.) ή βλαστοφυή όταν εμφανίζονται στο μεταξύ των φύλλων διάστημα. Τέλος, λέγονται και περιβληματικά, όταν σχηματίζουν σύνολο που περιβάλλει σχεδόν ολόκληρο το αντίστοιχο φύλλο και τον οφθαλμό (μάτι).
* * *το / παράφυλλον, ΝΑνεοελλ.βοτ.1. κατώτερο φύλλο τών πλευρικών κλάδων τού φυτού2. στον πληθ. τα παράφυλλαζεύγος φυλλαρίων, που μερικές φορές έχουν τροποποιηθεί σε αγκάθια, λέπια ή αδένες και τα οποία βρίσκονται στη βάση ή κατά μήκος τού μίσχου τών φύλλων σε ορισμένα φυτά, όπως τής μπιζελιάς, τής τριανταφυλλιάς κ.ά.αρχ.είδος φυτού.
Dictionary of Greek. 2013.